Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Ο μαστρο – Δημήτρης


Ένας μάστορας της λαϊκής παράδοσης αφηγείται
Είμαι ο μαστρο-Δημήτρης. Κατάγομαι από την Ήπειρο, από το χωριό Πυρσόγιαννη. Είμαι ο πρωτομάστορας του σιναφιού, ειδικότητά μου το κτίσιμο. Η κομπανία μου αποτελείται από κτιστάδες, νταμαρτζήδες, σοβατζήδες, μαραγκούς, ξυλογλύπτες, ζωγράφους κ.α. Ταξιδεύουμε από τόπο σε τόπο, φτάσαμε ως την Αίγυπτο. Κοντά μου είναι και δύο καλοί φίλοι, ο μαστρο- Ειρηναίος που ξεκίνησε από λασπάς από το χωριό  Βούρμπιανη, αλλά με τις οδηγίες μου έγινε ο καλύτερος σοβαντζής των κουδαρέων – αυτός, μάτια μου, δεν σοβατίζει, ζωγραφίζει… δεν του ξεφεύγει πόντος στο ζύγισμα και στην αλφαδιά. Ο άλλος φίλος μου είναι ο μαστρο-Παρασκευάς. Είναι ο καλύτερος μαραγκός αλλά είναι και ξυλογλύπτης. Να σου σκαλίσει ετούτος τις μουσάντρες, να σου φύγει ο νους. Όσο για τα ξυλοδεσίματα, είναι ξακουστός σ’ ούλο τον ντουνιά! Αυτός είναι από την Σέλτση, ο λασπάς μας  από την Βούρμπιανη κι  ο πελεκάνος μας από Καστάνιανη.
Τώρα μόλις τελειώσαμε τρία αρχοντικά στην Μικρά Ασία. Μας έπεσαν κι άλλες δουλειές, αλλά μου ‘λειψε πολύ η κυρά Δημήτραινα και τα τρία μωρουδέλια μου. Δεν σας το ‘πα έχω δυο παιδιά και μια τσούπρα, που με ζουρλαίνει με τα καμώματά της. Πολύ τους νοστάλγησα.
Το τελευταίο που έκανα είναι μια πανέμορφη Εκκλησιά. Θυμάμαι, όταν τελειώσαμε, το καμάρι μου, κοίταξα τα ξυλόγλυπτα του μαστρο-Παρασκευά και μούφυγε ο νους. Ο μαστρο- Παρασκευάς είναι ξακουστός, η φήμη του έφτασε ως εμένα και το ‘βαλα αμέτη μωχαμέτη να τον πάρω στην ομάδα μου.
Α! Δεν σας το ‘πα, ότι αναμεταξύ μας μιλάμε τα κουδαρέϊκα, τα ‘μαθε και τα μιλάει και η κυρά μου. Αλήθεια, είμαι τυχερός που την έχω. Είναι γλυκιά, μα προπάντων μυαλωμένη, και συνετή. Κρατάει γερά τα γκέμια της φαμίλιας μας και νιώθω σιγουριά όταν ταξιδεύω για δουλειές.
Όταν, λοιπόν, τελειώνουμε ένα έργο, κάθομαι αντίκρυ και καπνίζοντας ένα τελευταίο  τσιγάρο. Καμαρώνω αυτό που βλέπω και τότες μου φεύγει η κούραση και η στεναχώρια από τον πόνο του χωρισμού από τη φαμίλια μου. Σκέφτομαι το σπίτι μου στην Πυρσόγιανη. Είναι πολύ όμορφο, με πέτρα κτυπητή και οι άκρες του και οι γωνίες  σκαλιστές από μένα. Στο κατώι, υπάρχει η αυλή που την έχω πλακοστρώσει. Το κατώι δεν έχει παράθυρα, για  σιγουριά. Μετά ανεβαίνεις στο μετζοπάτωμα. Πιο πολύ μούλειψε ο οντάς με το τζάκι. Τα  πατώματα είναι ξύλινα και ξύλινη είναι κι η σκάλα που οδηγεί στο ανώι. Εκεί, με την φαμελιά ζούμε το καλοκαίρι. Αυτό που μου αρέσει στο ανώι είναι  ότι είναι ζωγραφισμένο παντού,  πάνω στις μουσάντρες, ανάμεσα στους φεγγίτες, παντού. Νομίζεις πώς είσαι στους αγρούς, μέσα σε νερά, λουλούδια και καρπούς. Απ’ τις γκλαβανιές μπαίνει πολύ φως στους οντάδες. Ο αέρας κυκλοφορεί και τίποτα δεν τον εμποδίζει να παίξει με το φως.
Όι τι έπαθα! Πάλι μου ‘φυγε ο λογισμός μου και το τσιγάρο μου ‘καψε το δάχτυλο. Πάει τέλειωσε, θα μαζέψω την κομπανία μου και θα γυρίσουμε.
 Και για τη … «μεταφορά» της αφήγησης
Δήμητρα Λουλούδη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

σχόλιο παρακαλώ