Το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου, διέσχιζα με το ποδήλατό μου τους πεζόδρομους της πόλης, με έναν καιρό που ο ήλιος του έλεγε συνέχεια «να βγω να μην βγω», κόντρα στη διάθεσή μου η οποία ως συνήθως τον Μάρτη αρχίζει να παίρνει σιγά σιγά την ανηφόρα. Με τα σύννεφα να παίζουν ένα περίεργο γκρίζο παιχνίδι, εντείνοντας έτσι ακόμα πιο πολύ την νωχελική μου πορεία ανάμεσα στους καλοντυμένους περαστικούς, τους δήθεν ευτυχισμένους οικογενειάρχες που με βλέμμα σκυθρωπό περιμένουν πότε να φτάσει το Σάββατο, για να πιουν ένα μεροκάματο οι περισσότεροι από δαύτους στα ξενυχτάδικα της πόλης. «Πότε θα φτάσει το Σάββατο για να πιω ένα μεροκάματο μα παίρνει μια ζωή» που θα έλεγε ο πάντα εύστοχος Γιώργος Δημητριάδης σε ένα τραγούδι του. Καθώς λοιπόν ποδηλατούσα νωχελικά στην οδό Κούμα, άκουσα ξαφνικά μία όμορφη μουσική και κάτι ωραίες περίεργες φωνούλες, από μία κομπανία ξένων περιπλανώμενων μουσικών.
Οι μελωδίες τους ήταν ασυνήθιστες για τα εδώ ηλίθια μουσικά γούστα της πόλης και ομολογώ ότι αυτό το αεράκι δροσιάς με οδήγησε να διακτινιστώ ως δια μαγείας εκεί. Είδα λοιπόν μία ομάδα πέντε ατόμων, τρία πανέμορφα κορίτσια και δύο άντρες οι οποίοι τραγουδούσαν όλοι, παίζοντας τις κιθαρίτσες τους, το ντέφι τους και ένα περίεργο μικρό ακορντεονάκι που έβγαζε έναν υπέροχο ήχο, παίζοντας απ' ότι κατάλαβα, παραδοσιακά λαϊκά τραγούδια των Βαλκανίων. Φορούσαν κάτι παλιά ρούχα, φαινόταν άπλυτοι και ταλαιπωρημένοι μα η φρεσκάδα στα πρόσωπά τους ήταν τόσο καθαρή, λες και μέσα στο αίμα τους κρυβόταν η βροχή που κυλάει στην παγωμένη σκοτεινιά των βουνών και η λιακάδα της πρωινής πάχνης απ' τα φωτεινά λιβάδια της πατρίδας τους. Δεν το κρύβω ότι ανέκαθεν μου άρεσαν οι πλανόδιοι μουσικοί. Έχουν κάτι μια άλλη χάρη ας πούμε. Σου βγάζουν έναν ρομαντισμό, μια γλυκύτητα και μια νοσταλγία άλλης εποχής πιο αθώας και δύσκολης. Μέσα μου μια φωνή μονολογούσε; «Ποιος ξέρει τι έχουν τραβήξει αυτά τα παιδιά για να έρθουν μέχρι εδώ πέρα. Ποια ζωή τους πέταξε στην άκρη, ποια χώρα δε μπόρεσε να τους κρατήσει, αναγκάζοντάς τους να αφήσουν τα σπίτια τους, τους φίλους τους, τις οικογένειές τους, τους έρωτες τους, για να πάρουν την μεγάλη απόφαση της μετανάστευσης ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο με μονίμως άδεια τσέπη κι ένα μέλλον αβέβαιο.» Η φωνή έξω μου φώναζε ζήτωωωω, γιατί από ένας νωχελικός ποδηλάτης, στο πρόσωπό μου σχηματίστηκε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου βλέποντάς τους. Αλλά ταυτοχρόνως δάκρυα λύπης πότιζαν την καρδιά μου. Ή μήπως δεν ήταν μόνο αυτό; Μήπως τελικά αναγνώριζα κάποια πολύ οικεία μου πρόσωπα; Γιατί και εγώ δεν έχω νοιώσει απογοητευμένος από την ζωή μου;
Από ανθρώπους που με έχουν πληγώσει, προδώσει, πουλήσει, εκμεταλλευτεί; Ακόμα κι απ' την ίδια μου την χώρα δεν έχω νοιώσει όλα τα παραπάνω; Ναι ξέρω, όλοι έχουμε μέσα μας μια πατρίδα που κλαίει. Γιατί εκείνη την στιγμή ένιωσα να με διαπερνάει ένα κύμα γλυκιάς έντασης, θέλοντας να πάω να χορέψω και να τραγουδήσω μαζί τους. Ένα τραγούδι που θα περνούσε μέσα από ένα μαύρο σύννεφο μέσα από τα σκοτάδια, που θα πέφτει πάνω η φωνή που τη γη ομορφαίνει.
Τους χάζευα αρκετή ώρα μαζί με κάποιους περαστικούς, οι οποίοι περνούσαν εκείνη την ώρα από κει τυχαία. Τους έκανα για δικούς μας. Ντόπιους δηλαδή. Τίποτα Τσιγγάνοι Ρουμάνους, Σέρβους ή δε ξέρω τι, μιας και παίζανε τόσο ωραία, με έναν πηγαίο ενθουσιασμό την μουσική λαϊκή παράδοση αυτών των χωρών. Παράδοση με τα όλα της δηλαδή. Όταν έκαναν διάλειμμα τους πλησίασα και τους ρώτησα να μου πουν από που είναι κι αν όντως παίζουν αυτή την μουσική που άκουγα (να σιγουρευτώ πλήρως). Μου απάντησαν καταφατικά και η κοπέλα που ήταν δίπλα μου, μου είπε ότι είναι από διάφορα μέρη από Ισπανία, Γαλλία, Βάσκοι κι ότι γουστάρουν να παίζουν την λαϊκή μουσική των Βαλκανικών χωρών. Δεν περίμενα ότι θα ήταν από αυτές τις χώρες, αλλά το κυριότερο ξέρετε ποιο ήταν; ότι το Μεσογειακό στυλ συνάντησε την Βαλκανική παράδοση κι όλα αυτά καταμεσής της πόλης μας. Ο πολιτισμός σε όλο του το μεγαλείο! Τους ρώτησα επίσης πόσο καιρό είναι εδώ και μου είπαν δύο μέρες, μόνο που ποτέ δεν κάθονται σε ένα μέρος όλο γυρίζουν συνέχεια, Από μικρός σκεφτόμουνα ότι θα 'ρθει μια μέρα που δεν θα χρειαστεί να μιλάμε καθόλου. Θα μιλάμε μόνο δια μέσω της μουσικής από όπου κι αν προέρχεται αυτή. Και η ιστορία που σας διηγήθηκα παραπάνω ίσως να αποτελέσει μια μικρή αφορμή. Ωραία πλάνη δε συμφωνείτε; Καβάλησα ρομαντικό καλάμι; Ίσως...........
Τους ευχαρίστησα γι' αυτήν την μικρή γιορτή που είχαν στήσει για όλους εμάς, δίνοντάς τους ένα χαμόγελο όπως και εκείνοι, μόνο που το δικό τους το χαμόγελο ήταν ντροπαλό όπως ντροπαλά ζουν και χαμογελούν όλοι οι ''ξένοι'' ανάμεσά μας. Οι ξένοι με τα μάτια τα ανεξήγητα που θα με συμπλήρωνε πολύ σωστά ο Πάνος Κατσιμίχας. Όλοι οι ξένοι που ήρθαν ως εδώ ''από ξένο τόπο κι απ’ αλαργινό''.
Ανέβηκα ξανά στο ποδήλατό μου κι όλα τώρα συνέχιζαν πάλι το γνωστό υπνωτικό τους ρυθμό, σκεπτόμενος αν θα τους ξαναδώ άραγε άλλη φορά. Αποτυπώνοντας στην ψυχή μου ''των παιδιών τις αναστάσιμες μουσικές'', συνέχισα να ποδηλατώ με ποιο γοργό ρυθμό και χάθηκα στο πλήθος αφυπνισμένος ίσως μέχρι την επόμενη μέρα........
Υ.Γ Κι αν νιώσατε «κάπως» μη φοβηθείτε. Η Μεσόγειος και τα Βαλκάνια όταν θέλουν «παίζουν» παράξενα παιχνίδια.
Χαιρετώ!
Βάιος Ντέτσης
μαθητής κατά τα άλλα του Σ.Δ.Ε. ΛΑΡΙΣΑΣ (άντε και ολίγον γραφιάς)
Απρίλης 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
σχόλιο παρακαλώ